- αποθηριοω
- ἀποθηριόωἀπο-θηριόω1) делать диким
(τὸν βίον Plut.)
2) ожесточать, раздражать(τινα πρός τινα Polyb.)
3) обострять(ἕλκη ἀποθηριούμενα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν βίον Plut.)
(τινα πρός τινα Polyb.)
(ἕλκη ἀποθηριούμενα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποθηριοῖ — ἀποθηριόω change into a beast pres ind mp 2nd sg ἀποθηριόω change into a beast pres opt act 3rd sg ἀποθηριόω change into a beast pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριοῦν — ἀποθηριόω change into a beast pres part act masc voc sg ἀποθηριόω change into a beast pres part act neut nom/voc/acc sg ἀποθηριόω change into a beast pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριοῦσιν — ἀποθηριόω change into a beast pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) ἀποθηριόω change into a beast pres ind act 3rd pl (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριουμένης — ἀποθηριόω change into a beast pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριοῦνται — ἀποθηριόω change into a beast pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριοῦντες — ἀποθηριόω change into a beast pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριοῦσθαι — ἀποθηριόω change into a beast pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριοῦται — ἀποθηριόω change into a beast pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριούμενος — ἀποθηριόω change into a beast pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριωθεῖσαι — ἀποθηριόω change into a beast aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριωθεῖσι — ἀποθηριόω change into a beast aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)